- εὐπαρείσδυτος
- εὐπαρ-είσδῠτος, ον,A easily accessible, Hp.Art.30 codd.: sed leg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαρείσδυτος — εὐπαρείσδυτος, ον (Α) αυτός που εισδύει εύκολα, που ρέπει στο να εισδύει σε μέρος που δεν αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ εισ δύω) … Dictionary of Greek
εὐπαρείσδυτον — εὐπαρείσδυτος easily accessible masc/fem acc sg εὐπαρείσδυτος easily accessible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)